απόμακρα

απόμακρα
επίρρ. далеко, вдали; издалека, издали

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απόμακρα" в других словарях:

  • άνευθε — ἄνευθε (AM) [άνευ] μσν. (πρόθ. που συνήθως επιτάσσεται και σύνδ.) εκτός αρχ. 1. (πρόθ. που προτάσσεται) άνευ, χωρίς 2. (ως επίρρ.) μακριά, απόμακρα …   Dictionary of Greek

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

  • απόμακρος — η, ο Ι. μακρινός, απομακρυσμένος II. επίρρ. απόμακρα 1. από μακριά, από μεγάλη απόσταση 2. μακριά, σε μεγάλη απόσταση 3. με υπονοούμενα, με υπαινιγμούς …   Dictionary of Greek

  • θεμελιώνω — (AM θεμελιῶ, όω) [θεμέλιο] 1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.) 2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνω («πάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μακριά — (Μ μακριά, μακρέα και μακρεά) επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, απόμακρα, αλάργα («είναι μακριά από δω η πόλη») νεοελλ. 1. σε μεγάλη χρονική απόσταση («δεν είναι μακριά τα Χριστούγεννα») 2. φρ. α) «μακριά από δω» ή «μακριά από μάς» ή «μακριά από λόγου… …   Dictionary of Greek

  • ξέμακρος — η, ο αυτός που βρίσκεται μακριά, απομακρυσμένος. επίρρ... ξέμακρα μακριά, απόμακρα …   Dictionary of Greek

  • Μιστράλ, Γκαμπριέλα — (Gabriela Mistral, Βικούνια, Χιλή 1889 – Νέα Υόρκη, ΗΠΑ 1957). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Χιλιανής ποιήτριας Λουσίλα Γοδόι Αλκαϊάγκα (Lucila Godoy Alcayaga) το οποίο οφείλεται στον συνδυασμό των ονομάτων των δύο αγαπημένων της λογοτεχνών, του… …   Dictionary of Greek

  • Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… …   Dictionary of Greek

  • απόμακρος — η, ο επίρρ. α μακρινός, αλαργινός: Απόμακρα ακούγονταν φωνές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέμακρα — επίρρ. τοπ., μακριά, απόμακρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»